ανεύρυσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεύρυσμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνεύρυσμα < αρχαία ελληνική ἀνευρύνω < εὐρύνω < εὐρύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεύρυσμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- ανευρυσματικός
- ανευρυσματώδης
- ανευρυσμός
- → δείτε τη λέξη ευρύς