• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανευρυσμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀνευρυσμός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανευρυσμός οι ανευρυσμοί
      γενική του ανευρυσμού των ανευρυσμών
    αιτιατική τον ανευρυσμό τους ανευρυσμούς
     κλητική ανευρυσμέ ανευρυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανευρυσμός < (ελληνιστική κοινή) ἀνευρυσμός < αρχαία ελληνική ἀνευρύνω < εὐρύνω < εὐρύς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανευρυσμός αρσενικό

  • (ιατρική) (ανατομία) άλλη μορφή του ανεύρυσμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανευρυσμός
  • → δείτε τη λέξη ανεύρυσμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανευρυσμός&oldid=5385162"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:53
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:53.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie