ανερεύνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανερεύνητος < αρχαία ελληνική ἀνερεύνητος
Επίθετο
επεξεργασίαανερεύνητος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανερεύνητος
Δείτε επίσης : ἀνερεύνητος, ανεξερεύνητος, ἀνεξερεύνητος |
ανερεύνητος, -η, -ο