ανεπίτευκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπίτευκτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίτευκτος < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω < τυγχάνω
Επίθετο επεξεργασία
ανεπίτευκτος, -η, -ο
- που δεν έχει επιτευχθεί ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπίτευκτος