Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμόφερτος η ανεμόφερτη το ανεμόφερτο
      γενική του ανεμόφερτου της ανεμόφερτης του ανεμόφερτου
    αιτιατική τον ανεμόφερτο την ανεμόφερτη το ανεμόφερτο
     κλητική ανεμόφερτε ανεμόφερτη ανεμόφερτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμόφερτοι οι ανεμόφερτες τα ανεμόφερτα
      γενική των ανεμόφερτων των ανεμόφερτων των ανεμόφερτων
    αιτιατική τους ανεμόφερτους τις ανεμόφερτες τα ανεμόφερτα
     κλητική ανεμόφερτοι ανεμόφερτες ανεμόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμόφερτος < ανεμό- + φερτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈmo.feɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐φερ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμόφερτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ανεμόφερτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)