αναστοχαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστοχαστικότητα < νεολογισμός από τον αναστοχασμό για να αποδοθεί το αμερικανικό reflexivity
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναστοχαστικότητα θηλυκό
- η αυτοκριτική ενδοσκόπηση και βαθύς στοχασμός ενός επιστήμονα για τον ίδιο καθώς και για τον τρόπο που κάνει μία έρευνα ή παίρνει μια απόφαση, ώστε να αφαιρέσει (στο πλαίσιο του δυνατού) από αυτήν τα προσωπικά στοιχεία που μπορεί να την επηρεάσουν, ώστε μεταξύ άλλων να αποφευχθεί και η "αυτοεκπληρούμενη προφητεία"
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστοχαστικότητα
|