ανασκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκοπικός < ανασκόπηση + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαανασκοπικός
- που έχει σχέση με ανασκόπηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανασκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασκοπικός