↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλύσιμος η αναλύσιμη το αναλύσιμο
      γενική του αναλύσιμου της αναλύσιμης του αναλύσιμου
    αιτιατική τον αναλύσιμο την αναλύσιμη το αναλύσιμο
     κλητική αναλύσιμε αναλύσιμη αναλύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλύσιμοι οι αναλύσιμες τα αναλύσιμα
      γενική των αναλύσιμων των αναλύσιμων των αναλύσιμων
    αιτιατική τους αναλύσιμους τις αναλύσιμες τα αναλύσιμα
     κλητική αναλύσιμοι αναλύσιμες αναλύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναλύσιμος < (ελληνιστική κοινή) ἀναλύσιμος < αρχαία ελληνική ἀναλύω

  Επίθετο

επεξεργασία

αναλύσιμος

  1. που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει σε μικρότερες μονάδες
  2. που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει λεπτομερειακά και να τον ερμηνεύσει
    στις κλινικές μελέτες τα αποτελέσματα πρέπει να είναι αναλύσιμα
    ...ο ειδικός διαπιστώνει ότι η ψύχωση είναι αναλύσιμη


  Μεταφράσεις

επεξεργασία