αναλύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλύσιμος < (ελληνιστική κοινή) ἀναλύσιμος < αρχαία ελληνική ἀναλύω
Επίθετο επεξεργασία
αναλύσιμος
- που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει σε μικρότερες μονάδες
- που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει λεπτομερειακά και να τον ερμηνεύσει
- στις κλινικές μελέτες τα αποτελέσματα πρέπει να είναι αναλύσιμα
- ...ο ειδικός διαπιστώνει ότι η ψύχωση είναι αναλύσιμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλύσιμος
|