αναλύσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναλύσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αναλύσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αναλύσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναλύσιμος
αναλύσιμων