ανακριβολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακριβολογία < αν- (< στερητικό α-) ακριβολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακριβολογία θηλυκό
- (σπάνιο) η έλλειψη ακριβολογίας
- ⮡ το δημοσίευμα έβριθε ανακριβειών, ανακριβολογιών, αναληθειών και καταφανών ψευδών
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανακριβολογία
Πηγές
επεξεργασία- ανακριβολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανακριβολογία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας