απρόσωπες εγκλίσεις |
απαρέμφατο (αόριστος) |
ανακριβολογήσει |
μετοχή (ενεστώτας) |
ανακριβολογώντας |
προσωπικές εγκλίσεις |
πρόσωπο |
ενικός |
πληθυντικός |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
οριστική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
ανακριβολογώ |
ανακριβολογείς |
ανακριβολογεί |
ανακριβολογούμε |
ανακριβολογείτε |
ανακριβολογούν |
παρατατικός |
ανακριβολογούσα |
ανακριβολογούσες |
ανακριβολογούσε |
ανακριβολογούσαμε |
ανακριβολογούσατε |
ανακριβολογούσαν |
αόριστος |
ανακριβολόγησα |
ανακριβολόγησες |
ανακριβολόγησε |
ανακριβολογήσαμε |
ανακριβολογήσατε |
ανακριβολόγησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι |
εξακολουθητικός μέλλοντας |
θα ανακριβολογώ |
θα ανακριβολογείς |
θα ανακριβολογεί |
θα ανακριβολογούμε |
θα ανακριβολογείτε |
θα ανακριβολογούν |
στιγμιαίος μέλλοντας |
θα ανακριβολογήσω |
θα ανακριβολογήσεις |
θα ανακριβολογήσει |
θα ανακριβολογήσουμε |
θα ανακριβολογήσετε |
θα ανακριβολογήσουν |
παρακείμενος α' |
έχω ανακριβολογήσει |
έχεις ανακριβολογήσει |
έχει ανακριβολογήσει |
έχουμε ανακριβολογήσει |
έχετε ανακριβολογήσει |
έχουν ανακριβολογήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υπερσυντέλικος α' |
είχα ανακριβολογήσει |
είχες ανακριβολογήσει |
είχε ανακριβολογήσει |
είχαμε ανακριβολογήσει |
είχατε ανακριβολογήσει |
είχαν ανακριβολογήσει |
υπερσυντέλικος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
συντελεσμένος μέλλοντας α' |
θα έχω ανακριβολογήσει |
θα έχεις ανακριβολογήσει |
θα έχει ανακριβολογήσει |
θα έχουμε ανακριβολογήσει |
θα έχετε ανακριβολογήσει |
θα έχουν ανακριβολογήσει |
συντελεσμένος μέλλοντας β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υποτακτική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
περιφραστικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
να ανακριβολογώ |
να ανακριβολογείς |
να ανακριβολογεί |
να ανακριβολογούμε |
να ανακριβολογείτε |
να ανακριβολογούν |
αόριστος |
να ανακριβολογήσω |
να ανακριβολογήσεις |
να ανακριβολογήσει |
να ανακριβολογήσουμε |
να ανακριβολογήσετε |
να ανακριβολογήσουν |
παρακείμενος α' |
να έχω ανακριβολογήσει |
να έχεις ανακριβολογήσει |
να έχει ανακριβολογήσει |
να έχουμε ανακριβολογήσει |
να έχετε ανακριβολογήσει |
να έχουν ανακριβολογήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
προστακτική |
- |
(εσύ) |
- |
- |
(εσείς) |
- |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
|
ανακριβολόγει |
|
|
ανακριβολογείτε |
|
αόριστος |
|
ανακριβολόγησε |
|
|
ανακριβολογήστε |
|
|