ανακαινιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακαινιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ανακαινίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαανακαινιζόμενος, -η, -ο
- αυτός που ανακαινίζεται
- Αυτό το σπίτι ανακαινιζόμενο θα γίνει παλατάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακαινιζόμενος
|