↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναθεωρήσιμος η αναθεωρήσιμη το αναθεωρήσιμο
      γενική του αναθεωρήσιμου της αναθεωρήσιμης του αναθεωρήσιμου
    αιτιατική τον αναθεωρήσιμο την αναθεωρήσιμη το αναθεωρήσιμο
     κλητική αναθεωρήσιμε αναθεωρήσιμη αναθεωρήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναθεωρήσιμοι οι αναθεωρήσιμες τα αναθεωρήσιμα
      γενική των αναθεωρήσιμων των αναθεωρήσιμων των αναθεωρήσιμων
    αιτιατική τους αναθεωρήσιμους τις αναθεωρήσιμες τα αναθεωρήσιμα
     κλητική αναθεωρήσιμοι αναθεωρήσιμες αναθεωρήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναθεωρήσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αναθεωρήσιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία