ανέλεγκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέλεγκτος < αρχαία ελληνική ἀνέλεγκτος < ἀν- + ἐλέγχω
Επίθετο
επεξεργασίαανέλεγκτος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανέλεγκτος
Δείτε επίσης : ανεξέλεγκτος |
ανέλεγκτος