ανάριθμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάριθμος < αρχαία ελληνική ἀνάριθμος
Επίθετο επεξεργασία
ανάριθμος, -η, -ο
- που δεν έχει λάβει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
- Ανάριθμο θεωρείται το όχημα το οποίο δεν εχει εφοδιαστεί ακόμα με αριθμό κυκλοφορίας. (*)
- αναρίθμητος
- (γραμματική) μη αριθμητός, χωρίς γραμματικούς αριθμούς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αριθμός