αμόρσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμόρσα | οι | αμόρσες |
γενική | της | αμόρσας | των | αμορσών |
αιτιατική | την | αμόρσα | τις | αμόρσες |
κλητική | αμόρσα | αμόρσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμόρσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική amorce
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμόρσα θηλυκό
- (κινηματογράφος) πλάνο κινηματογραφημένο από την άκρη, πάνω από τον ώμο ενός ηθοποιού, ενώ η κάμερα καδράρει στο πρόσωπο του συνομιλητή του