Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφικτυονία οι αμφικτυονίες
      γενική της αμφικτυονίας των αμφικτυονιών
    αιτιατική την αμφικτυονία τις αμφικτυονίες
     κλητική αμφικτυονία αμφικτυονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφικτυονία < αρχαία ελληνική Ἀμφικτυονία / Ἀμφικτυονεία < ἀμφικτίονες < ἀμφί + κτίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμφικτυονία θηλυκό

  1. (ιστορία, στην Αρχαία Ελλάδα) θρησκευτική οργάνωση γειτονικών πόλεων υπό την προστασία ενός θεού με ναό κοινής λατρείας
  2. (πολιτική) πολιτική συνομοσπονδία πόλεων-κρατών

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία