αμφικτυονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφικτυονία < αρχαία ελληνική Ἀμφικτυονία / Ἀμφικτυονεία < ἀμφικτίονες < ἀμφί + κτίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφικτυονία θηλυκό
- (ιστορία, στην Αρχαία Ελλάδα) θρησκευτική οργάνωση γειτονικών πόλεων υπό την προστασία ενός θεού με ναό κοινής λατρείας
- (πολιτική) πολιτική συνομοσπονδία πόλεων-κρατών
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμφικτύονες / αμφικτίονες
- αμφικτυονικός / αμφικτιονικός
- → δείτε τις λέξεις αμφί και κτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμφικτυονία