αμφικτίονες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αμφικτίονες | ||
γενική | των | αμφικτιόνων | ||
αιτιατική | τους | αμφικτίονες | ||
κλητική | αμφικτίονες | |||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφικτίονες < αρχαία ελληνική ἀμφικτίονες
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφικτίονες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (Αρχαία Ελλάδα) οι αντιπρόσωποι πόλεων μελών μιας αμφικτιονίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμφικτυονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμφικτίονες