Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιγονία οι αμφιγονίες
      γενική της αμφιγονίας των αμφιγονιών
    αιτιατική την αμφιγονία τις αμφιγονίες
     κλητική αμφιγονία αμφιγονίες
ο πληθυντικός σπάνιος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιγονία < αμφι- + -γονία < γόνος, λόγιο ενδογενές δάνειο: ίσως (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική amphigony

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμφιγονία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία