Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιβραχικός η αμφιβραχική το αμφιβραχικό
      γενική του αμφιβραχικού της αμφιβραχικής του αμφιβραχικού
    αιτιατική τον αμφιβραχικό την αμφιβραχική το αμφιβραχικό
     κλητική αμφιβραχικέ αμφιβραχική αμφιβραχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιβραχικοί οι αμφιβραχικές τα αμφιβραχικά
      γενική των αμφιβραχικών των αμφιβραχικών των αμφιβραχικών
    αιτιατική τους αμφιβραχικούς τις αμφιβραχικές τα αμφιβραχικά
     κλητική αμφιβραχικοί αμφιβραχικές αμφιβραχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιβραχικός < αμφίβραχυς + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αμφιβραχικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία