↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυλάση οι αμυλάσες
      γενική της αμυλάσης των αμυλασών
    αιτιατική την αμυλάση τις αμυλάσες
     κλητική αμυλάση αμυλάσες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυλάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική amylase[1][2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amylase[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμυλάση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμυλάσηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αμυλάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)