αμυλάση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυλάση | οι | αμυλάσες |
γενική | της | αμυλάσης | των | αμυλασών |
αιτιατική | την | αμυλάση | τις | αμυλάσες |
κλητική | αμυλάση | αμυλάσες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυλάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική amylase[1][2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amylase[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλάση θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) πεπτικό ένζυμο που διασπά το άμυλο και που βρίσκεται κυρίως στο πάγκρεας και στο σάλιο των περισσοτέρων θηλαστικών
Συγγενικά
επεξεργασία- αμυλασαιμία
- μακρο-αμυλασαιμία
- → και δείτε τη λέξη άμυλο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμυλάση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αμυλάση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αμυλάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)