αμυγδαλεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμυγδαλεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική amygdalectomie < amygdale + -ectomie < αρχαία ελληνική ἀμυγδάλη + ἐκτομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμυγδαλεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η αφαίρεση των αμυγδαλών με χειρουργική επέμβαση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμυγδαλεκτομή