Δείτε επίσης: Αμπατζής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπατζής οι αμπατζήδες
      γενική του αμπατζή των αμπατζήδων
    αιτιατική τον αμπατζή τους αμπατζήδες
     κλητική αμπατζή αμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπατζής < τουρκική abacı < aba (αμπάς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμπατζής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία