αμπάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αμπάς | οι | αμπάδες |
γενική | του | αμπά | των | αμπάδων |
αιτιατική | τον | αμπά | τους | αμπάδες |
κλητική | αμπά | αμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμπάς [1] < οθωμανική τουρκική عبا (τουρκική aba) < αραβική عباءة (ʿabāʾa, κάπα, πανωφόρι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπάς αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
επίσης
- (μεσαιωνικά ελληνικά) ἀμπά (θηλυκό)
- (καππαδοκικά) απά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.