ἀμπάς
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμπάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική عبا (aba) + -ς < αραβική عباءة (ʿabāʾa, κάπα, πανωφόρι) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμπάς αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀμπαδέλι (υποκοριστικό)
Δε σχετίζεται το ἀμπεχόνιον → δείτε αρχαία ελληνική ἀμπέχω ούτε με το συνώνυμο γαμπάς, καμπάς
Απόγονοι
επεξεργασίαἀμπάς (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: αμπάς
- ⇒ καππαδοκικά: απά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αμπάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σελ.27, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀμπάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].