αμνοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμνοσκοπία < αμν(ός) + -ο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμνοσκοπία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμνοσκοπία
|