↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανοσοβιετικός η αμερικανοσοβιετική το αμερικανοσοβιετικό
      γενική του αμερικανοσοβιετικού της αμερικανοσοβιετικής του αμερικανοσοβιετικού
    αιτιατική τον αμερικανοσοβιετικό την αμερικανοσοβιετική το αμερικανοσοβιετικό
     κλητική αμερικανοσοβιετικέ αμερικανοσοβιετική αμερικανοσοβιετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανοσοβιετικοί οι αμερικανοσοβιετικές τα αμερικανοσοβιετικά
      γενική των αμερικανοσοβιετικών των αμερικανοσοβιετικών των αμερικανοσοβιετικών
    αιτιατική τους αμερικανοσοβιετικούς τις αμερικανοσοβιετικές τα αμερικανοσοβιετικά
     κλητική αμερικανοσοβιετικοί αμερικανοσοβιετικές αμερικανοσοβιετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανοσοβιετικός < αμερικανο- + σοβιετικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.so.vi.e.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐σο‐βι‐ε‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανοσοβιετικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία