αμειδίαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμειδίαστος < αρχαία ελληνική αμειδίαστος / ἀμειδίατος < μειδιάω
Επίθετο
επεξεργασίααμειδίαστος, -η, -ο
- που δεν μειδιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμειδίαστα
- → δείτε τη λέξη μειδιώ