Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμειδίαστος η αμειδίαστη το αμειδίαστο
      γενική του αμειδίαστου της αμειδίαστης του αμειδίαστου
    αιτιατική τον αμειδίαστο την αμειδίαστη το αμειδίαστο
     κλητική αμειδίαστε αμειδίαστη αμειδίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμειδίαστοι οι αμειδίαστες τα αμειδίαστα
      γενική των αμειδίαστων των αμειδίαστων των αμειδίαστων
    αιτιατική τους αμειδίαστους τις αμειδίαστες τα αμειδίαστα
     κλητική αμειδίαστοι αμειδίαστες αμειδίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμειδίαστος < αρχαία ελληνική αμειδίαστος / ἀμειδίατος < μειδιάω

  Επίθετο επεξεργασία

αμειδίαστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία