μειδιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειδιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μειδιῶ, συνηρημένος τύπος του μειδιάω, μορφή του μειδάω
Ρήμα
επεξεργασίαμειδιώ, -άς, ..., πρτ.: μειδίαζα, αόρ.: μειδίασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές, ειρωνικό) χαμογελάω (συνήθως ειρωνικά) [1]
Συγγενικά
επεξεργασίααρχαιόπρεπες λέξεις:
- Όροι με μειδ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μειδιώ
→ δείτε τη λέξη χαμογελάω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)