μειδιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μειδιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μειδιῶ, συνηρημένος τύπος του μειδιάω, μορφή του μειδάω
Ρήμα επεξεργασία
μειδιώ, -άς, ..., πρτ.: μειδίαζα, αόρ.: μειδίασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές, ειρωνικό) χαμογελάω (συνήθως ειρωνικά) [1]
Συγγενικά επεξεργασία
αρχαιόπρεπες λέξεις:
- μειδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μειδιώ
→ δείτε τη λέξη χαμογελάω |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)