Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμβλυωπικός η αμβλυωπική το αμβλυωπικό
      γενική του αμβλυωπικού της αμβλυωπικής του αμβλυωπικού
    αιτιατική τον αμβλυωπικό την αμβλυωπική το αμβλυωπικό
     κλητική αμβλυωπικέ αμβλυωπική αμβλυωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμβλυωπικοί οι αμβλυωπικές τα αμβλυωπικά
      γενική των αμβλυωπικών των αμβλυωπικών των αμβλυωπικών
    αιτιατική τους αμβλυωπικούς τις αμβλυωπικές τα αμβλυωπικά
     κλητική αμβλυωπικοί αμβλυωπικές αμβλυωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμβλυωπικός < αμβλυωπία/αμβλύωπας + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αμβλυωπικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία