Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμβλυωπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμβλυωπικ
ός
η
αμβλυωπικ
ή
το
αμβλυωπικ
ό
γενική
του
αμβλυωπικ
ού
της
αμβλυωπικ
ής
του
αμβλυωπικ
ού
αιτιατική
τον
αμβλυωπικ
ό
την
αμβλυωπικ
ή
το
αμβλυωπικ
ό
κλητική
αμβλυωπικ
έ
αμβλυωπικ
ή
αμβλυωπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμβλυωπικ
οί
οι
αμβλυωπικ
ές
τα
αμβλυωπικ
ά
γενική
των
αμβλυωπικ
ών
των
αμβλυωπικ
ών
των
αμβλυωπικ
ών
αιτιατική
τους
αμβλυωπικ
ούς
τις
αμβλυωπικ
ές
τα
αμβλυωπικ
ά
κλητική
αμβλυωπικ
οί
αμβλυωπικ
ές
αμβλυωπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμβλυωπικός
<
αμβλυωπία
/
αμβλύωπας
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αμβλυωπικός
που έχει σχέση με την
αμβλυωπία
ή τον
αμβλύωπα
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αμβλύωπας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμβλυωπικός
αγγλικά
:
amblyopic
(en)