Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμβλύωπας οι αμβλύωπες
      γενική του
του/της
αμβλύωπα
αμβλύωπος
των αμβλυώπων
    αιτιατική τον/την αμβλύωπα τους/τις αμβλύωπες
     κλητική αμβλύωπα αμβλύωπες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμβλύωπας < αρχαία ελληνική ἀμβλυωπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμβλύωπας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αμβλύς, όψη και ορώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία