Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαχαίρωτος η αμαχαίρωτη το αμαχαίρωτο
      γενική του αμαχαίρωτου της αμαχαίρωτης του αμαχαίρωτου
    αιτιατική τον αμαχαίρωτο την αμαχαίρωτη το αμαχαίρωτο
     κλητική αμαχαίρωτε αμαχαίρωτη αμαχαίρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαχαίρωτοι οι αμαχαίρωτες τα αμαχαίρωτα
      γενική των αμαχαίρωτων των αμαχαίρωτων των αμαχαίρωτων
    αιτιατική τους αμαχαίρωτους τις αμαχαίρωτες τα αμαχαίρωτα
     κλητική αμαχαίρωτοι αμαχαίρωτες αμαχαίρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαχαίρωτος < α- στερητικό + μαχαιρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αμαχαίρωτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία