Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμαντάριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμαντάριστ
ος
η
αμαντάριστ
η
το
αμαντάριστ
ο
γενική
του
αμαντάριστ
ου
της
αμαντάριστ
ης
του
αμαντάριστ
ου
αιτιατική
τον
αμαντάριστ
ο
την
αμαντάριστ
η
το
αμαντάριστ
ο
κλητική
αμαντάριστ
ε
αμαντάριστ
η
αμαντάριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμαντάριστ
οι
οι
αμαντάριστ
ες
τα
αμαντάριστ
α
γενική
των
αμαντάριστ
ων
των
αμαντάριστ
ων
των
αμαντάριστ
ων
αιτιατική
τους
αμαντάριστ
ους
τις
αμαντάριστ
ες
τα
αμαντάριστ
α
κλητική
αμαντάριστ
οι
αμαντάριστ
ες
αμαντάριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμαντάριστος
<
α-
+
μαντάρ(ω)
+
-ιστος
Επίθετο
επεξεργασία
αμαντάριστος, -η, -ο
που δεν έχει
μανταριστεί
ή δεν μπορεί να
μανταριστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
μανταρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μαντάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμαντάριστος
αγγλικά
:
undarned
(en)
,
unmended
(en)