αλογοσύρτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλογοσύρτης αρσενικό
- αυτός που κλέβει άλογα
- (κατ’ επέκταση) αυτός που κλέβει ζώα
- ο κλεπταποδόχος - διακινητής κλεμμένων ζώων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλογοσύρτης
|