αλογοσούρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλογοσούρτης < αλογοσύρτης < άλογο + σύρτης (<σύρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλογοσούρτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογοσούρτης
|