Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογοκλέφτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Υπερώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλογοκλέφτ
ης
οι
αλογοκλέφτ
ες
γενική
του
αλογοκλέφτ
η
των
αλογοκλεφτ
ών
αιτιατική
τον
αλογοκλέφτ
η
τους
αλογοκλέφτ
ες
κλητική
αλογοκλέφτ
η
αλογοκλέφτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογοκλέφτης
<
άλογο
+
-ο-
+
κλέφτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλογοκλέφτης
αρσενικό
ο
κλέφτης
αλόγων
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλογοσύρτης
Υπερώνυμα
επεξεργασία
ζωοκλέφτης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άλογο
και
κλέφτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογοκλέφτης
αγγλικά
:
horse-thief
(en)
,
horse-rustler
(en)
κινεζικά
:
盗马贼
(zh)