Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλογάς οι αλογάδες
      γενική του αλογά των αλογάδων
    αιτιατική τον αλογά τους αλογάδες
     κλητική αλογά αλογάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλογάς < άλογ(ο) + -άς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.loˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λο‐γάς
τονικό παρώνυμο: της αλόγας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλογάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που εκτρέφει άλογα
     συνώνυμα: αλογάρης, αλογατάρης (λογοτεχνικά)
  2. (επάγγελμα) έμπορος αλόγων
     συνώνυμα: αλογέμπορος / αλογοέμπορος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία