αλεύκαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλεύκαστος, -η, -ο
- που δεν έχει λευκαθεί
- αλεύκαστο αλεύρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΤαυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλεύκαστος
|
αλεύκαστος, -η, -ο
|