Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλβιονικός η αλβιονική το αλβιονικό
      γενική του αλβιονικού της αλβιονικής του αλβιονικού
    αιτιατική τον αλβιονικό την αλβιονική το αλβιονικό
     κλητική αλβιονικέ αλβιονική αλβιονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλβιονικοί οι αλβιονικές τα αλβιονικά
      γενική των αλβιονικών των αλβιονικών των αλβιονικών
    αιτιατική τους αλβιονικούς τις αλβιονικές τα αλβιονικά
     κλητική αλβιονικοί αλβιονικές αλβιονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλβιονικός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.vi.o.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βι‐ο‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αλβιονικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία