↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλβανοκινεζικός η αλβανοκινεζική το αλβανοκινεζικό
      γενική του αλβανοκινεζικού της αλβανοκινεζικής του αλβανοκινεζικού
    αιτιατική τον αλβανοκινεζικό την αλβανοκινεζική το αλβανοκινεζικό
     κλητική αλβανοκινεζικέ αλβανοκινεζική αλβανοκινεζικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλβανοκινεζικοί οι αλβανοκινεζικές τα αλβανοκινεζικά
      γενική των αλβανοκινεζικών των αλβανοκινεζικών των αλβανοκινεζικών
    αιτιατική τους αλβανοκινεζικούς τις αλβανοκινεζικές τα αλβανοκινεζικά
     κλητική αλβανοκινεζικοί αλβανοκινεζικές αλβανοκινεζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλβανοκινεζικός < Αλβαν(ός) + -ο- + κινεζικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.va.no.ci.ne.ziˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νο‐κι‐νε‐ζι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αλβανοκινεζικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλβανοκινεζικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας