ακόσμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακόσμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόσμητος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈko.zmi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐σμη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακόσμητος, -η, -ο
- που δε στολίστηκε, ο αστόλιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- ακόσμητα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακόσμητος
→ δείτε τη λέξη αστόλιστος |