Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινομυκητίαση οι ακτινομυκητιάσεις
      γενική της ακτινομυκητίασης* των ακτινομυκητιάσεων
    αιτιατική την ακτινομυκητίαση τις ακτινομυκητιάσεις
     κλητική ακτινομυκητίαση ακτινομυκητιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακτινομυκητιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινομυκητίαση < ακτινομύκητ(ας) + -ίαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινομυκητίαση θηλυκό

  1. (ιατρική) μακροχρόνια λοίμωξη που προέρχεται από ακτινομύκητες, που προσβάλλει τους μαλακούς ιστούς (λ.χ. το δέρμα και τους πνεύμονες), προκαλώντας πληγές (έλκη) και πυώδη αποστήματα
  2. (κτηνιατρική) χρόνια αρρώστια κυρίως των βοοειδών, που εντοπίζεται με πρήξιμο των οστών της κεφαλής λόγω εμπύωσης και δημιουργίας συριγγίων απ΄ όπου και τρέχει πύο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία