Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινοθεραπευτικός η ακτινοθεραπευτική το ακτινοθεραπευτικό
      γενική του ακτινοθεραπευτικού της ακτινοθεραπευτικής του ακτινοθεραπευτικού
    αιτιατική τον ακτινοθεραπευτικό την ακτινοθεραπευτική το ακτινοθεραπευτικό
     κλητική ακτινοθεραπευτικέ ακτινοθεραπευτική ακτινοθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινοθεραπευτικοί οι ακτινοθεραπευτικές τα ακτινοθεραπευτικά
      γενική των ακτινοθεραπευτικών των ακτινοθεραπευτικών των ακτινοθεραπευτικών
    αιτιατική τους ακτινοθεραπευτικούς τις ακτινοθεραπευτικές τα ακτινοθεραπευτικά
     κλητική ακτινοθεραπευτικοί ακτινοθεραπευτικές ακτινοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοθεραπευτικός < ακτινοθεραπευτικ(ή) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kti.no.θe.ɾa.pe.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐θε‐ρα‐πευ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ακτινοθεραπευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία