Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοθεραπευτική οι ακτινοθεραπευτικές
      γενική της ακτινοθεραπευτικής των ακτινοθεραπευτικών
    αιτιατική την ακτινοθεραπευτική τις ακτινοθεραπευτικές
     κλητική ακτινοθεραπευτική ακτινοθεραπευτικές
Σπάνιος ο πληθυντικός
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοθεραπευτική < ακτινο- + θεραπευτική, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiothérapie)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kti.no.θe.ɾa.pe.ftiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐θε‐ρα‐πευ‐τι‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινοθεραπευτική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία