Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακομπανιάρισμα τα ακομπανιαρίσματα
      γενική του ακομπανιαρίσματος των ακομπανιαρισμάτων
    αιτιατική το ακομπανιάρισμα τα ακομπανιαρίσματα
     κλητική ακομπανιάρισμα ακομπανιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακομπανιάρισμα < (ακομπανιάρω) ακομπανιαρισ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kom.paˈɲa.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κο‐μπα‐νιά‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακομπανιάρισμα ουδέτερο

  1. (μουσική) ακομπανιαμέντο, μουσική συνοδεία σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι, εκτέλεση συγχορδίας από ένα ή περισσότερα άτομα
  2. (μεταφορικά) η υποστήριξη και ενίσχυση μιας ενέργειας η οποία συνήθως συναντά ενστάσεις ή αντιδράσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία