accompaniment
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accompaniment | accompaniments |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
accompaniment (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, μουσική) το ακομπανιαμέντο, η συνοδεία, μουσική που παίζεται για να υποστηρίξει το τραγούδι ή άλλο όργανο
- ↪ He sang without accompaniment.
- Τραγούδησε χωρίς ακομπανιαμέντο.
- ↪ She played piano with the accompaniment of an orchestra.
- Έπαιξε πιάνο με συνοδεία ορχήστρας.
- ↪ He sang without accompaniment.