ενεστώτας accompany
γ΄ ενικό ενεστώτα accompanies
αόριστος accompanied
παθητική μετοχή accompanied
ενεργητική μετοχή accompanying

  Ετυμολογία

επεξεργασία
accompany < μέση αγγλική accompanien < παλαιά γαλλική acompagner < compaign

accompany (en)

  1. συνοδεύω, ταξιδεύω μαζί με κάποιον άλλο
    ⮡  His bodyguards were accompanying him.
    Τον συνοδεύαν οι σωματοφύλακές του.
    ⮡  He came accompanied by all his family.
    Ήρθε συνοδευόμενος από όλη του την οικογένεια.
  2. συνοδεύω, που γίνεται ή εμφανίζεται με κάτι άλλο
    ⮡  Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
  3. (μουσική) συνοδεύω, ακομπανιάρω