Δείτε επίσης: ακομμάτιαστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακομμάτιστος η ακομμάτιστη το ακομμάτιστο
      γενική του ακομμάτιστου της ακομμάτιστης του ακομμάτιστου
    αιτιατική τον ακομμάτιστο την ακομμάτιστη το ακομμάτιστο
     κλητική ακομμάτιστε ακομμάτιστη ακομμάτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακομμάτιστοι οι ακομμάτιστες τα ακομμάτιστα
      γενική των ακομμάτιστων των ακομμάτιστων των ακομμάτιστων
    αιτιατική τους ακομμάτιστους τις ακομμάτιστες τα ακομμάτιστα
     κλητική ακομμάτιστοι ακομμάτιστες ακομμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακομμάτιστος < α στερητικό + κομματίζ(ομαι) + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακομμάτιστος

  • που δεν ανήκει σε κόμμα ή που η συμπεριφορά του πάντως δεν επηρεάζεται διόλου από τις τυχόν δικές του κομματικές πεποιθήσεις, που οι ενέργειές του δεν υπαγορεύονται από τις προσωπικές του πολιτικές απόψεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία