Δείτε επίσης: ἀκολασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακολασία οι ακολασίες
      γενική της ακολασίας των ακολασιών
    αιτιατική την ακολασία τις ακολασίες
     κλητική ακολασία ακολασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακολασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκολασία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ko.laˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κο‐λα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακολασία θηλυκό

  1. η τέλεση ακόλαστων πράξεων
  2. η έλλειψη ηθικού φραγμού και η παράδοση στις ηδονές, ιδιαίτερα τις γενετήσιες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία