Ετυμολογία

επεξεργασία
stupre < λατινική stuprum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stypʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stupre stupres

stupre (fr) αρσενικό